Περισσότερα από 260 είδη ζιζανίων εμφανίζουν ανθεκτικότητα στα ζιζανιοκτόνα

Φωτογραφία: Αρχείο Intime
|
THESTIVAL TEAM

Στο σημείο πριν το…μηδέν, βρίσκεται η κατάσταση με την πολλαπλή ανθεκτικότητα των ζιζανίων στις εγκεκριμένες δραστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στην Ευρώπη και στη χώρα μας και εάν δεν αναληφθεί άμεσα δράση από όλους τους εμπλεκόμενους στον κλάδο του πρωτογενούς τομέα( επιστήμονες, γεωπόνους, παραγωγούς, βιομηχανίες και την πολιτεία), τότε δεν αποκλείεται το σκηνικό που θα δημιουργηθεί «να θυμίζει την εποχή του ξεσπάσματος της πανδημίας προτού δημιουργηθούν τα κατάλληλα φάρμακα».

Αυτό επισήμαναν οι εισηγητές στη σημερινή ημερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων του ΕΛΓΟ -Δήμητρα στη Θεσσαλονίκη, με θέμα «Διαχείριση της ανθεκτικότητας των ζιζανίων στα ζιζανιοκτόνα». Αμφότεροι δε οι εισηγητές, συμφώνησαν ότι στη «μάχη» καθυστέρησης εκδήλωσης ανθεκτικότητας των ζιζανίων στα ζιζανιοκτόνα, το πρώτο όπλο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί είναι η εναλλαγή καλλιεργειών (αμειψισπορά) και ακολουθεί η χρήση και εφαρμογή των εγκεκριμένων χημικών ουσιών σε συνδυασμό όμως με μη χημικές μεθόδους. «Αν δεν ρίξουμε…χθες στη μάχη τα δύο προαναφερόμενα όπλα, τότε δεν υπάρχει σωτηρία», επισήμανε εμφατικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κύριος ερευνητής «ολοκληρωμένης διαχείρισης ζιζανίων» του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Θωμάς Γιτσόπουλος.

Απαραίτητα τα προγράμματα φυτοπροστασίας ακριβείας για καθυστέρηση της… ανθεκτικότητας

Τη μεγάλη του ανησυχία για την πολλαπλή ανθεκτικότητα πολλών ζιζανίων στις εγκεκριμένες δραστικές/χημικές ουσίες που κυκλοφορούν στην αγορά και μάλιστα προτού μειωθεί επιπλέον ο αριθμός των σκευασμάτων στην ΕΕ ενόψει της πλήρους εφαρμογής της Πράσινης Συμφωνίας, εξέφρασε ο καθηγητής φαρμακολογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιωάννης Βόντας, διευθυντής του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας (ΙΜΒΒ), Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ), συντονιστής του έργου «Καινοτόμες λύσεις για τη βιώσιμη και περιβαλλοντικά φιλική φυτοπροστασία των οπωροκηπευτικών της Ελλάδας στην Ευρώπη του μέλλοντος, InnoPP, TAEDR-0535675, και η συμβολή του στη διαχείριση της ανθεκτικότητας.

Όπως είπε, έχουμε διάφορους δυσεξόντωτους οργανισμούς, παθογόνα και ζιζάνια και η χημική καταπολέμησή τους είναι η βάση της φυτοπροστασίας σε πολλές περιπτώσεις και περιοχές του κόσμου, ειδικά εκτός Ευρώπης, όπου καταγράφεται πολύ μεγάλο το ποσοστό χρήσης τους, ενώ στον αντίποδα στην ΕΕ «είναι γεγονός ότι υπάρχει κατεύθυνση μείωσής τους στην οποία και θα πάμε αργά ή γρήγορα», τόνισε χαρακτηριστικά.

Αυτό, γιατί όπως εξήγησε μπορεί να «πάγωσε» για δύο χρόνια το Green Deal της ΕΕ που αφορούσε στη μείωση των δραστικών ουσιών κατά 50% έως το 2030, «αλλά με πολύ μικρές τροποποιήσεις αυτή η συμφωνία αναμένεται να ενεργοποιηθεί πολύ σύντομα», σημείωσε.

Θέλοντας μάλιστα να δώσει το στίγμα της εφαρμογής της προαναφερόμενης συμφωνίας, ο κ. Βόντας υπενθύμισε ότι το 1990 υπήρχαν στην ΕΕ συνολικά 240 δραστικές ουσίες εντομοκτόνων, το 2000 αυτές μειώθηκαν σε 225 και το 2020 περιορίστηκαν περαιτέρω στις 90 και αυτό, όπως υπογράμμισε, «χωρίς να έχει ακόμη εφαρμοστεί το προωθούμενο Green Deal της ΕΕ που επιτάσσει την περαιτέρω απόσυρση των δραστικών ουσιών κατά 50%».

Στο πλαίσιο αυτό, λέγοντας ότι η ανθεκτικότητα σε συνδυασμό με τον διαρκώς μειούμενο αριθμό των δραστικών ουσιών απειλεί τη βιωσιμότητα των προγραμμάτων καταπολέμησης που «τρέχουν», ο ίδιος πρόσθεσε ότι «όσο λιγότερες δραστικές έχει κάποιος στη διάθεσή του, τόσο μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα ανθεκτικότητας που θα αντιμετωπίζει και τόσα περισσότερα δεδομένα θα χρειάζεται για να διαχειριστεί τις διαθέσιμες δραστικές με ορθολογικό τρόπο, ώστε να πετύχει αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση, αλλά και να μην αναπτυχθεί ανθεκτικότητα».

Μάλιστα, κατά τον ίδιο υπάρχουν ήδη σκευάσματα που δεν αποδίδουν στην καταπολέμηση των ζιζανίων, ενώ χαρακτήρισε «μύθο» ότι υπάρχουν κάποια ζιζάνια που δεν εμφανίζουν ανθεκτικότητα. «Ανθεκτικότητα εμφανίζεται στα πάντα σε κάθε δραστική ουσία, το μόνο που διαφοροποιείται είναι ο χρόνος εκδήλωσης και σε μερικές περιπτώσεις και η διάρκεια», ξεκαθάρισε.

Θέλοντας μάλιστα να δώσει και μια άλλη διάσταση στην κρισιμότητα του θέματος, ο κ. Βόντας αναφέρθηκε και στο κόστος ανάπτυξης μιας νέας δραστικής ουσίας, που όπως είπε έχει εκτοξευτεί από τα 150 εκατ. δολάρια /ανά δραστική το 1990, στα 340 εκατ. δολάρια/δραστική ουσία το 2020, ενώ όπως πρόσθεσε «οι εταιρείες έχουν ήδη “φρενάρει” την ανάπτυξη νέων εντομοκτόνων και φυτοπροστατευτικών, γιατί βλέπουν ότι οι δυνατότητες να κερδίσουν από αυτόν τον χώρο είναι περιορισμένες». Μιλώντας δε για τα πράσινα σκευάσματα, τα βιοφυτοπροστατευτικά, τους βιοδιεγέρτες και τα μοριακά φυτοπροστατευτικά, ο ίδιος είπε ότι δεν είναι τόσο αποτελεσματικά στην καταπολέμηση των ζιζανίων και κοστίζουν πολύ.

Πιο επίκαιρα από ποτέ τα προγράμματα διαχείρισης ανθεκτικότητας

Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Βόντας υπογράμμισε ότι «τα προγράμματα διαχείρισης ανθεκτικότητας είναι πιο επίκαιρα από ποτέ στην ΕΕ για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση και προστασία των διαθέσιμων δραστικών ουσιών».

Αναφερόμενος στα εργαλεία που έχουν αναπτυχθεί ή αναπτύσσονται για τη διαχείριση της ανθεκτικότητας των ζιζανίων, μίλησε για τα διαγνωστικά μοριακά εργαλεία αλλά και τις έξυπνες βάσεις δεδομένων και συγκεκριμένα την galathos που όπως διευκρίνισε είναι πιο ανεπτυγμένη στα έντομα. Μεταξύ άλλων, ο ίδιος τάχθηκε υπέρ της έρευνας στην γρήγορη γενετική βελτίωση και όχι άμεσα στη γενετική τροποποίηση.

«Ναι» στην εφαρμογή φυτοπροστασίας ακριβείας

Συμπερασματικά, όπως υπογράμμισε ο κ. Βόντας, καινοτόμος φυτοπροστασία στην εποχή της πράσινης Ευρώπης σημαίνει μεταξύ άλλων «εφαρμογές και φυτοπροστασία ακριβείας με εξειδικευμένη επιστημονική καθοδήγηση και για τα θέματα ανθεκτικότητας, η εναλλαγή δραστικών που δίνει πιο αποτελεσματική φυτοπροστασία στις περισσότερες περιπτώσεις, η ανάπτυξη περαιτέρω έρευνας και καινοτομίας, ακόμη μεγαλύτερη ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών, εκπαίδευση και συνεργασία και ενίσχυση της πολιτικής φυτοπροστασίας με αύξηση του καταρτισμένου προσωπικού και τη δημιουργία ενός ξεκάθαρου νομοθετικού πλαισίου πλαίσιο για τα βιοφυτοπροστατευτικά ζητήματα».

Η αμεψισπορά το Α και το Ω για την αντιμετώπιση ανθεκτικότητας των ζιζανίων
Αν θέλουμε να διαχειριστούμε την ανθεκτικότητα των ζιζανίων, «πρέπει να εφαρμόζονται πολλές μη χημικές μέθοδοι μαζί με τις χημικές, απαιτείται συμβολή βιομηχανίας και πολιτείας , αλλαγή νοοτροπίας των παραγωγών με μετάβαση από τις βραχυχρόνιες λύσεις σε μακροχρόνιες, και κορωνίδα όλων η εναλλαγή καλλιεργειών, ήτοι η αμειψισπορά που αποτελεί το Α και το Ω για την αντιμετώπιση της ανθεκτικότητας ζιζανίων», επισήμανε ο ο κύριος ερευνητής «ολοκληρωμένης διαχείρισης ζιζανίων» του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Θωμάς Γιτσόπουλος, λέγοντας ότι το 1938, είχε ειπωθεί ότι η αμεψισπορά είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο για να κερδηθεί η γη χωρίς ζιζάνια, κανένας άλλος τρόπος ελέγχου των ζιζανίων, μηχανικός ή χημικός, δεν είναι τόσο οικονομικός ή εύκολος.

Στην τοποθέτησή του ο κ. Γιτσόπουλος επισήμανε ότι ανθεκτικότητα είναι η ικανότητα των ζιζανίων να επιζούν και να αναπαράγονται παρά την εφαρμογή σκευασμάτων και διευκρινίζοντας ότι «η ανθεκτικότητα δεν επιτυγχάνεται λόγω της εφαρμογής των ζιζανιοκτόνων, αλλά προϋπάρχει σε ορισμένα φυτά και κληρονομείται στα επόμενα», σημείωσε ότι σήμερα έχουν καταγραφεί πάνω 260 είδη ζιζανίων με ανθεκτικότητα, η οποία και απειλεί την ύπαρξη των ζιζανιοκτόνων.

Σε ποιες καλλιέργειες στην Ελλάδα τα περισσότερα ανθεκτικά ζιζάνια;

Κατά τον κ. Γιτσόπουλο, τα περισσότερα ανθεκτικά ζιζάνια στη χώρα μας βρίσκονται στα χειμερινά σιτηρά, στο καλαμπόκι και στο ρύζι και έντονο είναι το πρόβλημα ανθεκτικότητας κυρίως σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας με τα ζιζάνια-μεταξύ άλλων- ήρα, αγριοβρώμη, μουχρίτσα, κολιτσίδα, και παπαρούνα-, ενώ στο στόχαστρο βρίσκονται και καλλιέργειες σε Κεντρική Ελλάδα, Βοιωτία, Φθιώτιδα και Λάρισα.

«Δυστυχώς έχουμε της εμφάνιση της πολλαπλής ανθεκτικότητας, δηλαδή ανθεκτικότητα σε πολλαπλούς μηχανισμούς δράσης σε πολλά ζιζάνια στη χώρα μας», επισήμανε ο ίδιος και πρόσθεσε ότι το πρόβλημα είναι εντονότερο εκεί που υπάρχει μονοκαλλιέργεια και δεν εφαρμόζεται πρόγραμμα διαχείρισης και «προσπαθούν οι παραγωγοί να τα αντιμετωπίσουν με εναλλακτικά ζιζανιοκτόνα που όμως δεν λύνεται το πρόβλημα», είπε χαρακτηριστικά.

Λέγοντας ότι τα ζιζάνια ήρα και μουχρίτσα έχουν αναπτύξει ανθεκτικότητα στους περισσότερους μηχανισμούς δράσης των ζιζανιοκτόνων, επισήμανε ότι «αυτό που θα μας απασχολήσει έντονα στο άμεσο μέλλον είναι ο μεταβολισμός του ζιζανιοκτόνου, δηλαδή τα ένζυμα που παράγονται μέσα στα ζιζάνια και καθιστούν τα ζιζανιοκτόνα μη τοξικά η λιγότερο τοξικά».

Εξηγώντας ότι η ανθεκτικότητα των ζιζανίων στις δραστικές ουσίες αναπτύσσεται γιατί-μεταξύ άλλων- έχουμε επαναλαμβανόμενη χρήση ενός ζιζανιοκτόνου, πολλές φορές γίνεται η εφαρμογή μικρών δόσεων ή και μεγάλων, έχουμε μονοκαλλιέργεια και είναι περιορισμένες έως ανύπαρκτες οι μη χημικές μέθοδοι αντιμετώπισής τους. «Μιλάμε τόσα χρόνια για ολοκληρωμένη διαχείρισή των ζιζανίων και δεν γίνεται απολύτως τίποτα», επισήμανε.

Καταθέτοντας τις προτάσεις του για την αντιμετώπιση της ανθεκτικότητας των ζιζανίων, είπε: «Η πιο βασική είναι η εφαρμογή πολλών μη χημικών μεθόδων, η αμειψισπορά, η μετατόπιση ημερομηνίας σποράς από πρώιμη σε όψιμη, να σπείρω υπό κατάλληλες συνθήκες και να κάνω ορθολογική λίπανση, να κάνω αμειψισπορά με μίγματα ζιζανιοκτόνων και με πολλές κοπές, χρήση ανταγωνιστικότερων ποικιλιών, σκάλισμα, όργωμα και βασικά η πρόληψη, έτσι ώστε να μειωθεί η τράπεζα σπόρων από τα ζιζάνια στο έδαφος».

Υπογραμμίζοντας δε ότι ευθύνη για την κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί φέρουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στον κλάδο, τόνισε ότι «για την ανάπτυξη της ανθεκτικότητας των ζιζανίων φταίει η κακή εφαρμογή των ζιζανιοκτόνων και το γεγονός ότι υπάρχουν ασυντήρητα και μη ορθά ψεκαστικά μηχανήματα όπως είναι η χρήση των drones» και πρόσθεσε «οι εταιρείες δεν προστατεύουν προϊόντα τους κάνοντας συγκεκριμένες προτάσεις ολοκληρωμένες διαχείρισης των ζιζανίων, η πολιτεία δεν έχει ακόμα δημιουργήσει τα ΚΤΕΟ των ψεκαστικών μηχανήματων, δεν υπάρχουν καταρτισμένοι γεωπόνοι για την ενημέρωση των παραγωγών και δεν χρηματοδοτείται η έρευνα για υποστήριξη και διάχυση των επιστημονικών προγραμμάτων που όταν αυτά ολοκληρώνονται “χάνονται” και τα Project που υλοποιούνται». Βέβαια, ο ίδιος δεν παρέλειψε να μιλήσει και για την ευθύνη των ίδιων των παραγωγών και καλώντας τους να αντιληφθούν ότι το πρόβλημα με την ανθεκτικότητα των ζιζανίων είναι δικό τους πρόβλημα, τους κάλεσε να περάσουν από τις βραχυχρόνιες λύσεις, στις μακροχρόνιες και «έτσι παράλληλα με τη χρήση των ζιζανιοκτόνων να εφαρμόζουν και τις μη χημικές μεθόδους».

Μεταξύ άλλων, στην τοποθέτησή του ο ίδιος ανέφερε ότι η ανθεκτικότητα γίνεται αντιληπτή από τον παραγωγό μέχρι και πέντε χρόνια μετά από την περίοδο που θα επιτευχθεί, ενώ μιλώντας για τα ζιζάνια ήρα και μουχρίτσα, είπε ότι πολύ σύντομα δεν θα έχουμε όπλα για να «μπορούμε να αντιμετωπίζουμε».

Στην τεράστια ανάγκη βελτίωσης των μεθόδων φυτοπροστασίας στις ορυζοκαλλιέργειες στη χώρα μας αναφέρθηκε ο καθηγητής«συστηματικής βοτανικής-ζιζανιολογίας» στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Ι. Βασιλάκογλου και σημειώνοντας ότι η ύπαρξη ζιζανίων σε αυτές, αποτελεί το σπουδαιότερο πρόβλημα που πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστεί, τόνισε ότι πλέον δεν ανέρχονται ούτε σε 12 οι δραστικές ουσίες για την καταπολέμησή τους.

Μεταξύ άλλων, στην τοποθέτησή του είπε ότι πλέον παρατηρείται στασιμότητα στην στρεμματική απόδοση των ορυκαλλιεργειών και λέγοντας ότι παίρνουμε το 60% της δυνητικώς εφικτούμενης παραγωγής, τόνισε ότι το 40% παγκοσμίως χάνεται, λόγω της ύπαρξης των εχθρών των παθογόνων οργανισμών.

Μιλώντας για την διαχείριση της πολλαπλής ανθεκτικότητας που εμφανίζουν τα ζιζάνια αγριοβρώμης και παπαρούνας στα χειμερινά σιτηρά, η επίκουρη καθηγήτρια Ζιζανιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Β. Κατή, υπογράμμισε την ανάγκη εναλλαγής των μηχανισμών δράσης των σκευασμάτων ή και την εφαρμογή μιγμάτων, τόνισε ότι είναι απαραίτητη η εφαρμογή αμειψισποράς, χαρακτήρισε σημαντική την κατάρτιση των παραγωγών και των ψεκαστών στην ορθή επιλογή και εφαρμογή ζιζανιοκτόνων και εξήρε τη σημασία ύπαρξης και λειτουργίας των βάσεων δεδομένων ανθεκτικότητας.

«Φροντίζουμε να λειτουργούμε θεραπευτικά στα ζητήματα που απασχολούν τον πρωτογενή τομέα στο πλαίσιο της προωθούμενης αειφορικής γεωργίας και να προωθούμε λύσεις, επωφελείς για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη», επισήμανε στο σύντομο χαιρετισμό της η διευθύντρια στο Ινστιτούτο Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού -Δήμητρα, Δρ. Πασχαλίνα Χατζοπούλου, ερευνήτρια.

Στην εκδήλωση ο category marketing manager-Herbicides & Biostimulants της Corteva Agriscience Hellas, Χ. Δημητρίου, μίλησε για την συνεισφορά της εταιρείας στη διαχείριση της ανθεκτικότητας των ζιζανίων στα χειμερινά και εαρινά σιτηρά, ενώ ο Technical market developer της BASF, Χ. Κουκίδης, αναφέρθηκε στη διαχείριση του κόκκινου ρυζιού με το σύστημα παραγωγής Provisia & Clear Field.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

Ακολουθήστε το Thestival στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον κόσμο.