Μπαμπινιώτης: Δεν έχουμε περάσει στο σχολείο τη δυναμική σχέση γλώσσας σκέψης και την αξία της γλώσσας- Αυτό έχει κακές επιπτώσεις
Ποια είναι τα πολλά προτερήματα της ελληνικής γλώσσας, που την κατέστησαν οικουμενική και για ποιο λόγο οι νέοι της σύγχρονης εποχής δεν χρησιμοποιούν τη γλώσσα μας σωστά, με κακές επιπτώσεις στη συνέχεια, ανέπτυξε στη συζήτηση που είχε ο Γιώργος Μπαμπινιώτης, ομότιμος καθηγητής Γλωσσολογίας και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, φιλοξενούμενος στο στούντιο του Πρώτου Προγράμματος 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Καθρέφτης» με τον Χρήστο Μιχαηλίδη.
«Νομίζω ότι το πρόβλημα, ιδίως στους νέους, με ευθύνη δική μας, είναι ότι δεν έχουν καταλάβει αυτά τα νέα παιδιά ότι η γλώσσα πάνω απ’ όλα είναι μια αξία, δεν είναι ένα απλό εργαλείο. Η γλώσσα μου είναι ο πολιτισμός μου, είναι η σκέψη μου, είναι η ταυτότητά μου. Αυτό δεν έχει γίνει κατανοητό και έτσι θεωρούν ότι ας πω και βιαστικά και ας κερδίσω και χρόνο, δεν χρειάζεται να ασχοληθώ πολύ ούτε να μάθω ούτε να εκφέρω σωστά το λόγο. Αυτό έχει πολύ κακές επιπτώσεις, διότι η γλώσσα συνδέεται άμεσα με τη σκέψη μας. Οι λέξεις δεν υπάρχουν για τις λέξεις. Οι λέξεις υπάρχουν για να δηλώσουν έννοιες. Οι προτάσεις που λέμε όταν μαθαίνουμε τη γλώσσα υπάρχουν για να δηλώσουν τα νοήματα. Δηλαδή ό, τι κάνουμε για τη γλώσσα, στην πραγματικότητα το κάνουμε για τη σκέψη μας. Και δεν έχουμε περάσει στο σχολείο αυτή τη σχέση, τη δυναμική σχέση γλώσσας σκέψης. Πώς η μία τροφοδοτεί την άλλη πλευρά της ύπαρξής μας» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Μπαμπινιώτης.
«Εγώ λέω το εξής. Υπάρχει μια τριαδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κόσμος, νους, γλώσσα. Στον κόσμο υπάρχουν τα όντα. Τα όντα αυτά για μας υπάρχουν μέσα από τις αισθήσεις μας ως έννοιες και από κει και πέρα οι έννοιες, δηλαδή περνάμε από τον κόσμο στο νου μας και από το νου μας στη γλώσσα, οι έννοιες γίνονται σημασίες ντυμένες με μια μορφή λέξης. Άρα οι λέξεις γιατί υπάρχουν; Για να δηλώσουν τις έννοιες και οι έννοιες για να δηλώσουν τα όντα. Αυτή η τριαδικότητα είναι που διακρίνει τον άνθρωπο, δηλαδή η σκέψη του, η γλώσσα του και η άλλη σχέση με τον κόσμο του. Αυτά πρέπει να τα καλλιεργούμε, να τα διδάσκουμε για να καταλαβαίνει κανείς πόση σημασία έχει να προσέξει τη λέξη, τη σύνταξη, τη δομή του λόγου του, που στην πραγματικότητα σημαίνει να προσέξει πώς θα λειτουργήσει η σκέψη του σωστά για να αποδώσει αυτό που ακριβώς έχει στο μυαλό του» συμπλήρωσε ο κ. Μπαμπινιώτης.
Ερωτηθείς τι θα άλλαζε αν είχε τη δυνατότητα, απάντησε πως θα άλλαζε τον τρόπο διδασκαλίας της γλώσσας, έτσι ώστε τα παιδιά να αγαπήσουν τη γλώσσα.
«Θα ξεκινούσα όπως το κάνω τώρα, διδάσκοντας όπου βρεθώ, τον τρόπο διδασκαλίας της γλώσσας και από την γραμματική μου. Πώς θα διδάξω τη γλώσσα; Ξέρετε, η βάση της γλώσσας είναι το ρήμα. Γιατί μας το έχει πει ο Ηράκλειτος ότι η ζωή του ανθρώπου είναι ένα γίγνεσθαι, μια συνεχής μεταβολή. Δίνω, παίρνω, μιλάω, ακούω, ανεβαίνω, κατεβαίνω. Όλο αυτό εκφράζεται από το ρήμα. Και γύρω από το ρήμα είναι τα στοιχεία υποκείμενο, αντικείμενο και όλα τα άλλα υπηρετούν το ρήμα. Όταν δώσω λοιπόν στα παιδιά να καταλάβουν ότι η γραμματική δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας τρόπος απόδοσης των νοητικών κατηγοριών, των τρόπων που βλέπουμε τον κόσμο. Τον βλέπουμε ως ενέργειες, έχουμε το ρήμα, το βλέπουμε ως πρόσωπα και πράγματα, έχουμε τα ουσιαστικά. Θέλω χαρακτηρισμούς, έχω τα επίθετα. Εάν τα βάλουμε στη λογική του πώς λειτουργεί η γλώσσα, τότε αλλάζει η σχέση του μαθητή με τη γλώσσα. Όταν του λέω ότι είναι προσδιορισμός του τάδε κλπ., ταμπέλες δηλαδή τα απομακρύνω τα παιδιά από την ουσία της γλώσσας. (…) Γι’ αυτό λέω πάντοτε εμείς στα πανεπιστήμια που εκπαιδεύουμε τους δασκάλους, τους ετοιμάζουμε γι’ αυτό που θα κάνουν. Τους φορτώνουμε με θεωρίες παιδαγωγικές, κοινωνιολογικές, ψυχολογικές. Μα, ο δάσκαλος θα μπει και θα κάνει ώρες διδασκαλία της γλώσσας, θα διδάξει αριθμητική, θα διδάξει γεωγραφία, ιστορία. Είναι έτοιμος να το κάνει; Σας λέω λοιπόν ότι δεν τους έχουμε προετοιμάσει κατάλληλα. Δηλαδή να του πούμε πώς θα μιλήσει στα παιδιά για τη γλώσσα, ώστε να αγαπήσουν τα παιδιά τη γλώσσα και να έχουν μια άλλη σχέση με τη γλώσσα» επισήμανε ο κ. Μπαμπινιώτης.
«Η γλώσσα αυτή έχει κάποια προτερήματα και δεν είναι τυχαίο ότι είχαμε την εξέλιξη που είχαμε σε αυτή τη γλώσσα και πως ακριβώς αυτή η γλώσσα έχει μια οικουμενικότητα. Την οικουμενικότητα δεν την αποκτάς τυχαία. Την αποκτάς μέσα από τον πολιτισμό σου, μέσα από τη διαδρομή σου και μέσα από τη δομή της ίδιας της γλώσσας. Έτσι η ελληνική γλώσσα εμφανίζεται παντού. Ο μεγάλος Γαλιλαίος, αυτή η φυσιογνωμία του 16ου αιώνος, ξεχώρισε και είπε αυτός ο αστρονόμος, ο μαθηματικός, ο φιλόσοφος, ότι η μεγαλύτερη ανακάλυψη του ανθρώπου είναι το ελληνικό αλφάβητο. Γιατί με 24 μικρά στοιχεία μπορείς να δηλώσεις και τις πιο μύχιες σκέψεις σου. Δηλαδή ένα σύστημα οικονομικό με το οποίο δηλώνουμε τις χιλιάδες των σημασιών που αποτελούν την ελληνική γλώσσα. Να λοιπόν ένα αλφάβητο το οικονομικό, λειτουργικό, δημοκρατικό θα το έλεγα, με την έννοια ότι μπορεί ο καθένας να το προσεγγίσει, να το κατακτήσει, να το μάθει. Και τα παιδάκια μας στην πρώτη τους ηλικία, μέσα σε λίγες μέρες μαθαίνουν να διαβάζουν και σε λίγες μέρες να γράφουν. Αυτό είναι μια κατάκτηση» εξήγησε στη συνέχεια.
Στην πραγματικότητα η κρίσιμη ηλικία της γλώσσας τελειώνει στα δώδεκα περίπου έτη, δηλαδή με το τέλος της φοίτησης στο δημοτικό σχολείο, σημείωσε ο κ. Μπαμπινιώτης. Δηλαδή, τη γλώσσα ως μηχανισμό, συντακτικό και γραμματικό και ως βασικό λεξιλόγιο, την κατακτούμε από το νηπιαγωγείο.
«Ξεκινώντας η φοίτηση στο νηπιαγωγείο, να ξέρετε ότι παίζει σημαντικό ρόλο. Προχωρώντας από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού και φτάνοντας στις τελευταίες τελειώνοντας το Δημοτικό σχολείο, υπό κανονικές συνθήκες πρέπει να έχουμε κατακτήσει την γλώσσα μας στις βασικές της δομές. Γυμνάσιο, Λύκειο είναι εμπλουτισμός, βελτίωση, μεγαλύτερη συνειδητοποίηση των μηχανισμών της γλώσσας. Δεν είναι η βάση της κατάκτησης. Γι’ αυτό πρέπει η πολιτεία να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη διδασκαλία της γλώσσας στο δημοτικό κυρίως, αλλά ήδη στο νηπιαγωγείο, στην προσχολική περίοδο. Αυτό δεν έχει γίνει αντιληπτό και χάνουμε δυνάμεις και χρόνο κατάκτησης της γλώσσας» επισήμανε ο καθηγητής.
Αναφερόμενος στην κρίσιμη περίοδο που περνάει ο κόσμος μας, με τους πολέμους που διαδραματίζονται τόσο κοντά μας, ο κ. Μπαμπινιώτης, τόνισε πως η γλώσσα των όπλων δυστυχώς έχει πολύ αίμα και το αίμα ποτέ δεν είναι κάτι που πρέπει να αναδειχθεί στη φύση και στη ζωή του ανθρώπου.
«Είναι πάντοτε μια πρόκληση η οποία πρέπει να αποφευχθεί όπου υπάρχει. Και ο Ελληνισμός πάντοτε ξεκίνησε με επίκεντρο τον άνθρωπο. Δηλαδή πρέπει αυτό να το λέμε. Καμιά φορά λέμε τι χαρακτηρίζει τον ελληνικό πολιτισμό. Θα έλεγα ότι ξεκίνησε και εστίασε πάντοτε στον άνθρωπο. Ήταν ανθρωποκεντρικός. Ακόμη και οι αρχαίοι θεοί είναι με τη μορφή του ανθρώπου και δρουν και λειτουργούν ως άνθρωποι. Το δεύτερο μεγάλο στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού είναι αυτό που εγώ λέω ότι είναι ένας πολιτισμός του γραπτού λόγου. Δηλαδή ο κόσμος, μας ξέρει από τα κείμενά μας, από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Όμηρο, τον Θουκυδίδη, τον Αισχύλο, δηλαδή από τα μεγάλα μυαλά, αυτούς τους διανοητές, που μαζί με τις μεγάλες συλλήψεις, τις ιδέες τους καλλιέργησαν και εξέφρασαν αυτές τις ιδέες μέσα από την ελληνική γλώσσα. Και έτσι η ελληνική γλώσσα απέκτησε μια δύναμη και μια καλλιέργεια, η οποία πράγματι ως προς το σημείο αυτό είναι μοναδική» είπε καταλήγοντας ο καθηγητής.