Ο πολιτισμός στα στρατόπεδα της Χούντας

|
THESTIVAL TEAM

«Η πάλη του ανθρώπου εναντίον της εξουσίας είναι η πάλη της μνήμης εναντίον της λήθης… Αρχίζεις να διαλύεις έναν λαό αφαιρώντας τη μνήμη του. Καταστρέφεις…

τα βιβλία του, την κουλτούρα και την ιστορία του. Έπειτα άλλοι γράφουν βιβλία γ’ αυτόν, του προσφέρουν μια άλλη κουλτούρα και επινοούν μια άλλη ιστορία. Στη συνέχεια ο λαός αρχίζει σιγά-σιγά να ξεχνά ποιος είναι και τι ήταν.» (Μίλαν Κούντερα, Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης, 1979)

 

Η νομολογία αλλά και η επίσημη εκδοχή της ιστορίας θεωρεί την επτάχρονη τυραννία ως μια «στιγμιαία», «θλιβερή παρένθεση που έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα». Αυτή όμως, δεν είναι η αλήθεια.

Η δικτατορία δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία» ή απλώς «η ανταρσία μιας ομάδας επίορκων αξιωματικών». Αντίθετα, οι πραγματικοί επικυρίαρχοι μετά τον εμφύλιο πόλεμο, το Παλάτι και ο Στρατός, ζέσταιναν στον κόρφο τους το «αυγό του φιδιού» και τελικά, εκκόλαψαν το τέρας της Χούντας.

Όπως έγραψε ο Αριστόβουλος Μάνεσης «μετά τα Ιουλιανά του 1965, ο διάχυτος φόβος των κυρίαρχων τάξεων τις έκανε αντικειμενικά πρόθυμες να αποδεχτούν την αντικατάσταση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος από ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης».

Όλα τα αντιδημοκρατικά, δικτατορικά καθεστώτα –όταν δεν δολοφονούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους- με ιδιαίτερο ζήλο τους στέλνουν στις φυλακές και στις εξορίες.

Πέρα από την πολυετή στέρηση της ελευθερίας, από τη βίαιη και αβάσταχτη αποκοπή από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, οι φυλακές και οι εξορίες επιδιώκουν και έναν άλλο στόχο: το άδειασμα του μυαλού.

Οι ανθρωποφύλακες έλπιζαν ότι η βεβαιότητα, πως και οι επόμενες μέρες, τα επόμενα χρόνια θα είναι το ίδιο άδεια και μονότονα όπως και τα προηγούμενα θα οδηγούσε τους κρατούμενους στην παθητικοποίηση, τη μοιρολατρία και εν τέλει στον συμβιβασμό.

Η διαχείριση του χρόνου, λοιπόν, υπήρξε ένα από τα πιο σημαντικά και δύσκολα προβλήματα των πολιτικών κρατουμένων, τόσο ως ατόμων όσο και ως συγκροτημένων ομάδων συμβίωσης («κολλεκτίβες»), καθώς όλες οι διεκδικήσεις περνούσαν πάντα από τη συνεχή σύγκρουση με τους δεσμοφύλακες τους.

Οι κρατούμενοι έκαναν συνεχή αγώνα, ώστε να αξιοποιήσουν το χρόνο δημιουργικά: Βελτιώνοντας τις συνθήκες επιβίωσης-διαβίωσης, πλουτίζοντας και διευρύνοντας τον γνωστικό τους ορίζοντα με συλλογικές και ατομικές προσπάθειες μόρφωσης. Και οι δεσμοφύλακες, έβαζαν όσα περισσότερα εμπόδια μπορούσαν, συχνά χωρίς λόγο.

Εκτός αυτών, η δημιουργική αξιοποίηση του χρόνου αφορούσε –για προφανείς λόγους- και την ψυχαγωγία τους που περιλάμβανε ποικίλες μορφές τέχνης ή πολιτιστικές δραστηριότητες, στις οποίες οι κρατούμενοι συμμετείχαν είτε ως θεατές-ακροατές είτε ως «αυτοδίδακτοι» δημιουργοί.

Τα τραγούδια τους εκφράζουν την πίστη, τις δημιουργικές ανησυχίες, την ευρηματικότητα, την τρυφεράδα και την αδούλωτη περηφάνια του σκλαβωμένου ανθρώπου. Γιατί, όπως εύστοχα επισημαίνει ο βετεράνος αγωνιστής, ο «αυτοδίδακτος» Γιώργος Φαρσακίδης, οι υψηλές αυτές αξίες, τα ευγενικά αυτά συναισθήματα «είναι ο κατεξοχήν καρπός που ωριμάζει πάνω στη στέρηση». Ότι η αγάπη για το ωραίο φουντώνει μέσα μας για να καλύψει κάποια κενά και παίρνει μορφή μέσω της Τέχνης. Μιας Τέχνης που δεν υπακούει στους καθιερωμένους αισθητικούς κανόνες και, προπαντός, στο «σωφρονιστικό κώδικα»!

Την περίοδο 1967-1971 αγωνιστές πολιτικοί κρατούμενοι έγραψαν, μελοποίησαν και τραγούδησαν 16 τραγούδια στα στρατόπεδα Λακκί και Παρθένι της Λέρου. Υπάρχει πιστό αντίγραφο της παράνομης αυτής ηχογράφησης που έγινε με το κασετόφωνο του Χαρίλαου Φλωράκη στο στρατόπεδο πολιτικών εξορίστων στο Παρθένι της Λέρου στα τέλη του 1970 αρχές 1971. Τους στίχους των περισσότερων τραγουδιών έγραψε ο Πειραιώτης Νίκος Δαμίγος και τη μουσική ο Χρήστος Λουρετζής στο Λακκί της Λέρου. Τα τραγούδια αυτά γέμιζαν τις ψυχαγωγικές εκδηλώσεις των εξορίστων, εφόσον, βέβαια, η διοίκηση του στρατοπέδου επέτρεπε τη χρήση μουσικών οργάνων-ανάμεσά τους και μια χειροποίητη κιθάρα..

΄Επαιζαν και τραγουδούσαν: μαντολίνο: Χ. Λουρετζής, μπουζούκι: Γιώργος Παπαλόπουλος από τον Εύοσμο Θεσσαλονίκης, κιθάρα: Ν. Δαμίγος και Τάσος Θεοδωρίδης από

τον Πειραιά, ακορντεόν: Κ. Υψηλάντης από τη Θεσσαλονίκη, ντραμς: Γιάννης Κρανάκης από τις Συκιές της Θεσσαλονίκης, τραγούδι: Χ. Λουρετζής, Ν. Δαμίγος, Σταύρος Σκουρτόπουλος από τη Θεσσαλονίκη, Θανάσης Λαδάς από τις Συκιές της Θεσσαλονίκης, Τ. Θεοδωρίδης, Παναγιώτης Καζάκος από την Καλαμαριά.

Τα τραγούδια αυτά περιγράφουν-καταγράφουν με χιούμορ και γενναιότητα τις συνθήκες διαβίωσης, τους καημούς των πολιτικών κρατουμένων Εμψύχωναν τους αγωνιστές, αύξησαν τη θέληση και την αντοχή τους στα δεινά που τους επέβαλε η χούντα.

Αν η ζωή στην παρανομία, στις φυλακές και τις εξορίες αφήνει αγιάτρευτες ουλές στο σώμα και την ψυχή του ανθρώπου, «παράλληλα, το Είναι μας ξεσπώντας σαν αυτοάμυνα, αποζητάει το φωτεινό και το χαρούμενο, κάποιες στιγμές φυγής λυτρωτικής και αναγκαίας, σ’ έναν κόσμο, όπως τον ονειρεύτηκε και τον ακριβοπλήρωσε τόσο», προσθέτει ο Γ. Φαρσακίδης στο βιβλίο του-κατάθεση ζωής «Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη…»

Αν «ο αγώνας της μνήμης εναντίον της λήθης δεν είναι παρά ο αγώνας της ελευθερίας εναντίον της τυραννίας», τότε οποιαδήποτε αναφορά στον Αντιδικτατορικό Αγώνα και την εξέγερση του Πολυτεχνείου αποκτά νόημα στο βαθμό που αναδεικνύει την αντίσταση, την αγωνιστική-συνειδητή στάση ζωής, σε κινητήρια δύναμη της Ιστορίας.

Η ιστορική αυτή παρακαταθήκη είναι ζωτικής σημασίας στις σημερινές συνθήκες όπου η «κατάσταση εξαίρεσης» έχει μετατραπεί σε κανόνα, σε κοινωνικό κανιβαλισμό που καταβροχθίζει ακριβοπληρωμένα ανθρώπινα δικαιώματα και νεκρανασταίνει το τέρας του ναζισμού. Σε μια εποχή που μαίνονται οι «πόλεμοι της μνήμης» και οι προσπάθειες για «αναθεώρηση» της ιστορίας και η κρίση της «κοινωνίας της αγοράς», αυτά τα σπαράγματα μνήμης προειδοποιούν και καλούν: «άνθρωποι γρηγορείτε-πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες!»

 

Δημοσθένης Δώδος

 

Πολιτικός κρατούμενος της χούντας,

αντιπρόεδρος της ΕΔΙΑ 1940-’74 Κ.-Δ. Μακεδονίας,

Επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ

Ακολουθήστε το Thestival στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον κόσμο.